ποιητική άδεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποιητική άδεια οι ποιητικές άδειες
      γενική της ποιητικής άδειας των ποιητικών αδειών
    αιτιατική την ποιητική άδεια τις ποιητικές άδειες
     κλητική ποιητική άδεια ποιητικές άδειες
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποιητική άδεια <  δείτε τις λέξεις ποιητικῇ ἀδείᾳ, ποιητικός και άδεια

Πολυλεκτικός όρος

ποιητική άδεια

  • (λογοτεχνία, κυρίως στην ποίηση) παρέκκλιση από κανόνες της γραμματικής, του συντακτικού ή της μετρικής που όμως εξυπηρετεί το λογοτεχνικό κείμενο και την εκφραστικότητά του
  • (μεταφορικά) η απόκλιση που επιτρέπει στον εαυτό του κάθε δημιουργός για να επιτύχει το αποτέλεσμα που επιθυμεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.