πλινθοδόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πλινθοδόμος οι πλινθοδόμοι
      γενική του/της πλινθοδόμου των πλινθοδόμων
    αιτιατική τον/την πλινθοδόμο τους/τις πλινθοδόμους
     κλητική πλινθοδόμε πλινθοδόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλινθοδόμος < πλίνθ(ος) + -ο- + -δόμος

Ουσιαστικό

πλινθοδόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

  • τουβλάς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.