πληθυσμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληθυσμικός η πληθυσμική το πληθυσμικό
      γενική του πληθυσμικού της πληθυσμικής του πληθυσμικού
    αιτιατική τον πληθυσμικό την πληθυσμική το πληθυσμικό
     κλητική πληθυσμικέ πληθυσμική πληθυσμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληθυσμικοί οι πληθυσμικές τα πληθυσμικά
      γενική των πληθυσμικών των πληθυσμικών των πληθυσμικών
    αιτιατική τους πληθυσμικούς τις πληθυσμικές τα πληθυσμικά
     κλητική πληθυσμικοί πληθυσμικές πληθυσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πληθυσμικός < πληθυσμός + -ικός

Επίθετο

πληθυσμικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.