ἰνδικοπλεύστης
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἰνδικοπλεύστης | οἱ | ἰνδικοπλεῦσται |
| γενική | τοῦ | ἰνδικοπλεύστου | τῶν | ἰνδικοπλευστῶν |
| δοτική | τῷ | ἰνδικοπλεύστῃ | τοῖς | ἰνδικοπλεύσταις |
| αιτιατική | τὸν | ἰνδικοπλεύστην | τοὺς | ἰνδικοπλεύστᾱς |
| κλητική ὦ! | ἰνδικοπλεῦστᾰ | ἰνδικοπλεῦσται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰνδικοπλεύστᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰνδικοπλεύσταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- ἰνδικοπλεύστης < Ἰνδικὸν (το λουλάκι) < Ἰνδικός (επίθετο),
Ετυμολογία 2
Ουσιαστικό
ἰνδικοπλεύστης αρσενικό
- άτομο που έχει πλεύσει στον Ινδικό Ωκεανό
- προσωνύμιο του εμπόρου και μοναχού Κοσμά του Ινδικοπλεύστη
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
- ἰνδικοπλεύστης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.