δυσπαράπλευστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσπαράπλευστος η δυσπαράπλευστη το δυσπαράπλευστο
      γενική του δυσπαράπλευστου της δυσπαράπλευστης του δυσπαράπλευστου
    αιτιατική τον δυσπαράπλευστο τη δυσπαράπλευστη το δυσπαράπλευστο
     κλητική δυσπαράπλευστε δυσπαράπλευστη δυσπαράπλευστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσπαράπλευστοι οι δυσπαράπλευστες τα δυσπαράπλευστα
      γενική των δυσπαράπλευστων των δυσπαράπλευστων των δυσπαράπλευστων
    αιτιατική τους δυσπαράπλευστους τις δυσπαράπλευστες τα δυσπαράπλευστα
     κλητική δυσπαράπλευστοι δυσπαράπλευστες δυσπαράπλευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσπαράπλευστος < δυσ- + παράπλευστος

Επίθετο

δυσπαράπλευστος, -η, -ο

  • (ναυτικός όρος) αυτός που δεν παραπλέεται εγγύτατα με ασφάλεια, λόγω φυσικών κινδύνων, π.χ. αβαθή, ξέρες, ύφαλοι, ρεύματα κ.λπ.

Αντώνυμα

Σημειώσεις

  • χρήση γίνεται περισσότερο για στενά, διαύλους, νησιά, ακρωτήρια κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.