πλαστογράφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαστογράφηση οι πλαστογραφήσεις
      γενική της πλαστογράφησης* των πλαστογραφήσεων
    αιτιατική την πλαστογράφηση τις πλαστογραφήσεις
     κλητική πλαστογράφηση πλαστογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαστογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλαστογράφηση < πλαστογραφώ + -ση

Ουσιαστικό

πλαστογράφηση θηλυκό

  • η ενέργεια του πλαστογραφώ, του να υπογράψω κάτι αναπαράγοντας το όνομα και γραφικό χαρακτήρα άλλου ανθρώπου, ώστε να φαίνεται ότι πρόκειται για τη δική του υπογραφή, χωρίς αυτός να συμφωνήσει σε αυτό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.