πλαστογραφήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
πλαστογραφήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαστογραφώ
- θα πλαστογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαστογραφώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πλαστογραφήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλαστογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.