πλαστογραφήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πλαστογραφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαστογραφώ
  2. θα πλαστογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαστογραφώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πλαστογραφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλαστογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.