πλαστικοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαστικοποίηση οι πλαστικοποιήσεις
      γενική της πλαστικοποίησης* των πλαστικοποιήσεων
    αιτιατική την πλαστικοποίηση τις πλαστικοποιήσεις
     κλητική πλαστικοποίηση πλαστικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαστικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλαστικοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πλαστικοποίηση θηλυκό

  1. η μόνιμη επικάλυψη ή επίστρωση της μίας ή και των δύο όψεων φύλλου χαρτιού με φύλλο διαφανούς υλικού
    ταυτόσημα: λαμινάρισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.