πλαστικοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πλαστικοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαστικοποιώ
  2. θα πλαστικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαστικοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πλαστικοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλαστικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.