πλαστίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλαστίνη | οι | πλαστίνες |
| γενική | της | πλαστίνης | των | πλαστινών |
| αιτιατική | την | πλαστίνη | τις | πλαστίνες |
| κλητική | πλαστίνη | πλαστίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλαστίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρlastin < Μορφολογικά αναλύεται σε θέμα πλαστ- του ρήματος πλάθω + -ίνη
Ουσιαστικό
πλαστίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) η κυριότερη λευκωματώδης ουσία του πρωτοπλάσματος των κυττάρων
Σύνθετα
- θρομβοπλαστίνη
Πηγές
- πλαστίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.