πλαγιομετωπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλαγιομετωπικός | η | πλαγιομετωπική | το | πλαγιομετωπικό |
| γενική | του | πλαγιομετωπικού | της | πλαγιομετωπικής | του | πλαγιομετωπικού |
| αιτιατική | τον | πλαγιομετωπικό | την | πλαγιομετωπική | το | πλαγιομετωπικό |
| κλητική | πλαγιομετωπικέ | πλαγιομετωπική | πλαγιομετωπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλαγιομετωπικοί | οι | πλαγιομετωπικές | τα | πλαγιομετωπικά |
| γενική | των | πλαγιομετωπικών | των | πλαγιομετωπικών | των | πλαγιομετωπικών |
| αιτιατική | τους | πλαγιομετωπικούς | τις | πλαγιομετωπικές | τα | πλαγιομετωπικά |
| κλητική | πλαγιομετωπικοί | πλαγιομετωπικές | πλαγιομετωπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πλαγιομετωπικός, -ή, -ό
- συνήθως για σύγκρουση οχημάτων, αλλά και για φορά ανέμων
- Οι δρομείς είχαν δυστυχώς πλαγιομετωπικό τον άνεμο...
- (μεταφορικά) για τρόπο αντιπαράθεσης που δεν είναι μετωπικά συγκρουσιακός, αλλά ούτε και ήπιος, απεναντίας προκαλεί μεγάλες φθορές από το πλαϊνά αλλά -τελικά- και μετωπικά (από μπροστά, άμεσα)
Μεταφράσεις
πλαγιομετωπικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.