πλαγιομετωπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαγιομετωπικός η πλαγιομετωπική το πλαγιομετωπικό
      γενική του πλαγιομετωπικού της πλαγιομετωπικής του πλαγιομετωπικού
    αιτιατική τον πλαγιομετωπικό την πλαγιομετωπική το πλαγιομετωπικό
     κλητική πλαγιομετωπικέ πλαγιομετωπική πλαγιομετωπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαγιομετωπικοί οι πλαγιομετωπικές τα πλαγιομετωπικά
      γενική των πλαγιομετωπικών των πλαγιομετωπικών των πλαγιομετωπικών
    αιτιατική τους πλαγιομετωπικούς τις πλαγιομετωπικές τα πλαγιομετωπικά
     κλητική πλαγιομετωπικοί πλαγιομετωπικές πλαγιομετωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλαγιομετωπικός < πλάγιος + μετωπικός

Επίθετο

πλαγιομετωπικός, -ή, -ό

  1. συνήθως για σύγκρουση οχημάτων, αλλά και για φορά ανέμων
    Οι δρομείς είχαν δυστυχώς πλαγιομετωπικό τον άνεμο...
  2. (μεταφορικά) για τρόπο αντιπαράθεσης που δεν είναι μετωπικά συγκρουσιακός, αλλά ούτε και ήπιος, απεναντίας προκαλεί μεγάλες φθορές από το πλαϊνά αλλά -τελικά- και μετωπικά (από μπροστά, άμεσα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.