πλίθινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλίθινος | η | πλίθινη | το | πλίθινο |
| γενική | του | πλίθινου | της | πλίθινης | του | πλίθινου |
| αιτιατική | τον | πλίθινο | την | πλίθινη | το | πλίθινο |
| κλητική | πλίθινε | πλίθινη | πλίθινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλίθινοι | οι | πλίθινες | τα | πλίθινα |
| γενική | των | πλίθινων | των | πλίθινων | των | πλίθινων |
| αιτιατική | τους | πλίθινους | τις | πλίθινες | τα | πλίθινα |
| κλητική | πλίθινοι | πλίθινες | πλίθινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλίθινος < αρχαία ελληνική πλίνθινος < πλίνθος
Μεταφράσεις
πλίθινος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.