πλάνεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλάνεμα τα πλανέματα
      γενική του πλανέματος των πλανεμάτων
    αιτιατική το πλάνεμα τα πλανέματα
     κλητική πλάνεμα πλανέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλάνεμα < μεσαιωνική ελληνική πλάνεμα < πλανεύω < αρχαία ελληνική πλάνη

Ουσιαστικό

πλάνεμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.