πιόσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιόσιμο τα πιοσίματα
      γενική του πιοσίματος των πιοσιμάτων
    αιτιατική το πιόσιμο τα πιοσίματα
     κλητική πιόσιμο πιοσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιόσιμο < πίνω (από το θέμα πιω-) + -σιμο

Ουσιαστικό

πιόσιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.