πινδαρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πινδαρικός | η | πινδαρική | το | πινδαρικό |
| γενική | του | πινδαρικού | της | πινδαρικής | του | πινδαρικού |
| αιτιατική | τον | πινδαρικό | την | πινδαρική | το | πινδαρικό |
| κλητική | πινδαρικέ | πινδαρική | πινδαρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πινδαρικοί | οι | πινδαρικές | τα | πινδαρικά |
| γενική | των | πινδαρικών | των | πινδαρικών | των | πινδαρικών |
| αιτιατική | τους | πινδαρικούς | τις | πινδαρικές | τα | πινδαρικά |
| κλητική | πινδαρικοί | πινδαρικές | πινδαρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πινδαρικός < Πίνδαρος
Μεταφράσεις
πινδαρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.