πινακωτή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πινακωτή οι πινακωτές
      γενική της πινακωτής των πινακωτών
    αιτιατική την πινακωτή τις πινακωτές
     κλητική πινακωτή πινακωτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πινακωτή < πίναξ + -ωτή

Ουσιαστικό

πινακωτή θηλυκό

  1. εξάρτημα (συνήθως ξύλινο, στενό και επίμηκες) όπου τοποθετούσαν το ζυμάρι για να φουσκώσει κατά την παραδοσιακή μέθοδο παρασκευής ψωμιού. Συνήθως είχε πολλά χωρίσματα, ένα για κάθε καρβέλι
  2. παιδικό παιχνίδι
    πινακωτή, πινακωτή, από το άλλο μου τ' αφτί!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.