πινακογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πινακογραφία | οι | πινακογραφίες |
| γενική | της | πινακογραφίας | των | πινακογραφιών |
| αιτιατική | την | πινακογραφία | τις | πινακογραφίες |
| κλητική | πινακογραφία | πινακογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πινακογραφία < ελληνιστική κοινή πινακογραφία < αρχαία ελληνική πίναξ + γράφω
Μεταφράσεις
πινακογραφία
|
|
Πηγές
- πινακογραφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.