πικρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πικρότητα | οι | πικρότητες |
| γενική | της | πικρότητας | των | πικροτήτων |
| αιτιατική | την | πικρότητα | τις | πικρότητες |
| κλητική | πικρότητα | πικρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πικρότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.