πικρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πικρότης | αἱ | πικρότητες |
| γενική | τῆς | πικρότητος | τῶν | πικροτήτων |
| δοτική | τῇ | πικρότητῐ | ταῖς | πικρότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | πικρότητᾰ | τὰς | πικρότητᾰς |
| κλητική ὦ! | πικρότης | πικρότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πικρότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πικροτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- πικρότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πικρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.