πικρότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πικρότης αἱ πικρότητες
      γενική τῆς πικρότητος τῶν πικροτήτων
      δοτική τῇ πικρότητ ταῖς πικρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν πικρότητ τὰς πικρότητᾰς
     κλητική ! πικρότης πικρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πικρότητε
γεν-δοτ τοῖν  πικροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πικρότης < πικρό(ς) + -της

Ουσιαστικό

πικρότης, -ητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.