πικρούτσικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πικρούτσικος η πικρούτσικη το πικρούτσικο
      γενική του πικρούτσικου της πικρούτσικης του πικρούτσικου
    αιτιατική τον πικρούτσικο την πικρούτσικη το πικρούτσικο
     κλητική πικρούτσικε πικρούτσικη πικρούτσικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πικρούτσικοι οι πικρούτσικες τα πικρούτσικα
      γενική των πικρούτσικων των πικρούτσικων των πικρούτσικων
    αιτιατική τους πικρούτσικους τις πικρούτσικες τα πικρούτσικα
     κλητική πικρούτσικοι πικρούτσικες πικρούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πικρούτσικος < πικρός + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος

Επίθετο

πικρούτσικος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.