πικρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πικρίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

πικρίζω, πρτ.: πίκριζα, στ.μέλλ.: θα πικρίσω, αόρ.: πίκρισε

  • έχω μια ελαφρώς πικρή γεύση

Σημειώσεις

  • Το ρήμα είναι εύχρηστο μόνο στο γ΄ πρόσωπο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.