δυσαρεστώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δυσαρεστώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσαρεστῶ, συνηρημένος τύπος του δυσαρεστέω (ενοχλούμαι)[1] Δείτε και δυσ-, αρέσω.

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.sa.ɾeˈsto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυσαρεστώ
τονικό παρώνυμο: δυσάρεστο

Ρήμα

δυσαρεστώ, αόρ.: δυσαρέστησα, παθ.φωνή: δυσαρεστούμαι, π.αόρ.: δυσαρεστήθηκα, μτχ.π.π.: δυσαρεστημένος

Συγγενικά

Κλίση

  • ο παθητικός παρατατικός δυσαρεστιόμουν, δυσαρεστούμουν

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.