πιετιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πιετιστικός | η | πιετιστική | το | πιετιστικό |
| γενική | του | πιετιστικού | της | πιετιστικής | του | πιετιστικού |
| αιτιατική | τον | πιετιστικό | την | πιετιστική | το | πιετιστικό |
| κλητική | πιετιστικέ | πιετιστική | πιετιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πιετιστικοί | οι | πιετιστικές | τα | πιετιστικά |
| γενική | των | πιετιστικών | των | πιετιστικών | των | πιετιστικών |
| αιτιατική | τους | πιετιστικούς | τις | πιετιστικές | τα | πιετιστικά |
| κλητική | πιετιστικοί | πιετιστικές | πιετιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
πιετιστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.