πιετισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πιετισμός | οι | πιετισμοί |
| γενική | του | πιετισμού | των | πιετισμών |
| αιτιατική | τον | πιετισμό | τους | πιετισμούς |
| κλητική | πιετισμέ | πιετισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πιετισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.