ευσεβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ευσεβισμός | οι | ευσεβισμοί |
| γενική | του | ευσεβισμού | των | ευσεβισμών |
| αιτιατική | τον | ευσεβισμό | τους | ευσεβισμούς |
| κλητική | ευσεβισμέ | ευσεβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ευσεβισμός αρσενικό
- (θρησκεία) λουθηρανικό κίνημα συγγενικό με τον πουριτανισμό μα διαφέρει στον ρόλο που θέτει για την θρησκεία στη διακυβέρνηση, διαποτισμός της καθημερινότητας με θρησκευτικό πνεύμα και συναίσθημα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ευσεβισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.