πιεζοηλεκτρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιεζοηλεκτρικός η πιεζοηλεκτρική το πιεζοηλεκτρικό
      γενική του πιεζοηλεκτρικού της πιεζοηλεκτρικής του πιεζοηλεκτρικού
    αιτιατική τον πιεζοηλεκτρικό την πιεζοηλεκτρική το πιεζοηλεκτρικό
     κλητική πιεζοηλεκτρικέ πιεζοηλεκτρική πιεζοηλεκτρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιεζοηλεκτρικοί οι πιεζοηλεκτρικές τα πιεζοηλεκτρικά
      γενική των πιεζοηλεκτρικών των πιεζοηλεκτρικών των πιεζοηλεκτρικών
    αιτιατική τους πιεζοηλεκτρικούς τις πιεζοηλεκτρικές τα πιεζοηλεκτρικά
     κλητική πιεζοηλεκτρικοί πιεζοηλεκτρικές πιεζοηλεκτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πιεζοηλεκτρικός < μορφολογικά αναλύεται πιεζο- + ηλεκτρικός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

πιεζοηλεκτρικός

  • που αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό, στην δυνατότητα μερικών κρυσταλλικών υλικών να παράγουν ηλεκτρική τάση όταν δέχονται μηχανική τάση ή πίεση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.