πιάνολα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιάνολα οι πιάνολες
      γενική της πιάνολας των (πιανολών)
    αιτιατική την πιάνολα τις πιάνολες
     κλητική πιάνολα πιάνολες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιάνολα < αγγλική pianola < ιταλική piano < λατινική planus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpia.no.la/ & /ˈpça.no.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιάνολα

Ουσιαστικό

πιάνολα θηλυκό

  • (μουσικό όργανο) άλλη μορφή του πιανόλα

Συγγενικά

  • pianola στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πιάνολα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.