οιακιστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οιακιστήριο | τα | οιακιστήρια |
| γενική | του | οιακιστηρίου & οιακιστήριου |
των | οιακιστηρίων |
| αιτιατική | το | οιακιστήριο | τα | οιακιστήρια |
| κλητική | οιακιστήριο | οιακιστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οιακιστήριο (el) ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) πηδαλιουχείο, τιμονιέρα
- (γενικότερα/ευρύτερη κατασκευή) μεσόστεγο ή γέφυρα πλοίου
Μεταφράσεις
- αγγλικά : wheelhouse (en), ship's navigation room
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.