φρεατωρύχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φρεατωρύχος οι φρεατωρύχοι
      γενική του φρεατωρύχου των φρεατωρύχων
    αιτιατική τον φρεατωρύχο τους φρεατωρύχους
     κλητική φρεατωρύχε φρεατωρύχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρεατωρύχος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φρεατωρύχος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.