πετσετοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πετσετοθήκη | οι | πετσετοθήκες |
| γενική | της | πετσετοθήκης | των | πετσετοθηκών |
| αιτιατική | την | πετσετοθήκη | τις | πετσετοθήκες |
| κλητική | πετσετοθήκη | πετσετοθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πετσετοθήκη θηλυκό
- θήκη στην οποία τοποθετούνται πετσέτες
- ειδική κατασκευή στην οποία τοποθετούνται χαρτοπετσέτες
Μεταφράσεις
πετσετοθήκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.