πετσετοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετσετοθήκη οι πετσετοθήκες
      γενική της πετσετοθήκης των πετσετοθηκών
    αιτιατική την πετσετοθήκη τις πετσετοθήκες
     κλητική πετσετοθήκη πετσετοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετσετοθήκη < πετσέτ(α) + -ο- + θήκη

Ουσιαστικό

πετσετοθήκη θηλυκό

  1. θήκη στην οποία τοποθετούνται πετσέτες
  2. ειδική κατασκευή στην οποία τοποθετούνται χαρτοπετσέτες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.