πετσετάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετσετάκι τα πετσετάκια
      γενική
    αιτιατική το πετσετάκι τα πετσετάκια
     κλητική πετσετάκι πετσετάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετσετάκι < πετσέτα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

πετσετάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του πετσέτα
     συνώνυμα: πετσετούλα
  2. είδος μικρού κεντήματος
     συνώνυμα: σεμεδάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.