πετριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετριά οι πετριές
      γενική της πετριάς των πετριών
    αιτιατική την πετριά τις πετριές
     κλητική πετριά πετριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετριά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πετριά θηλυκό

  1. η ρίψη μιας πέτρας ή χτύπημα από τέτοια ρίψη
    έφαγε μια γερή πετριά
  2. η έμμονη ιδέα, μανία για κάτι
    από παιδί είχε την πετριά με τα αθλητικά
    ο κάθε άνθρωπος έχει την πετριά του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.