πετραδερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετραδερός η πετραδερή το πετραδερό
      γενική του πετραδερού της πετραδερής του πετραδερού
    αιτιατική τον πετραδερό την πετραδερή το πετραδερό
     κλητική πετραδερέ πετραδερή πετραδερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετραδεροί οι πετραδερές τα πετραδερά
      γενική των πετραδερών των πετραδερών των πετραδερών
    αιτιατική τους πετραδερούς τις πετραδερές τα πετραδερά
     κλητική πετραδεροί πετραδερές πετραδερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πετραδερός < μεσαιωνική ελληνική πετραδερή[1] < αρχαία ελληνική πέτρα

Επίθετο

πετραδερός

Μεταφράσεις

  1. πετραδερή - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.