εκ περιτροπής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκ περιτροπής  δείτε τις λέξεις εκ και περιτροπή

Έκφραση

εκ περιτροπής

  • εναλλάξ, μια ο ένας, μια ο άλλος, διαδοχικά
    θα επισκεπτόμαστε εκ περιτροπής τον πατέρα στο νοσοκομείο, μια μέρα εγώ και μια μέρα ο αδελφός μου
    εκ περιτροπής εργασία επέλεξε ο εργοδότης με μια βδομάδα κενό μεταξύ εργάσιμων εβδομάδων για όλους τους υπαλλήλους του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.