περισκόπιο
Νέα ελληνικά (el)

Αξιωματικός του ναυτικού που χρησιμοποιεί περισκόπιο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περισκόπιο | τα | περισκόπια |
| γενική | του | περισκοπίου & περισκόπιου |
των | περισκοπίων |
| αιτιατική | το | περισκόπιο | τα | περισκόπια |
| κλητική | περισκόπιο | περισκόπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περισκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική périscope < αρχαία ελληνική περισκοπέω / περισκοπῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈsko.pi.o/
Ουσιαστικό
περισκόπιο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.