περισκωληκοειδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περισκωληκοειδικός η περισκωληκοειδική το περισκωληκοειδικό
      γενική του περισκωληκοειδικού της περισκωληκοειδικής του περισκωληκοειδικού
    αιτιατική τον περισκωληκοειδικό την περισκωληκοειδική το περισκωληκοειδικό
     κλητική περισκωληκοειδικέ περισκωληκοειδική περισκωληκοειδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περισκωληκοειδικοί οι περισκωληκοειδικές τα περισκωληκοειδικά
      γενική των περισκωληκοειδικών των περισκωληκοειδικών των περισκωληκοειδικών
    αιτιατική τους περισκωληκοειδικούς τις περισκωληκοειδικές τα περισκωληκοειδικά
     κλητική περισκωληκοειδικοί περισκωληκοειδικές περισκωληκοειδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περισκωληκοειδικός < περι- + σκωληκοειδής + -ικός

Επίθετο

περισκωληκοειδικός, -ική, -ικό

περισκωληκοειδική φλεγμονή, περισκωληκοειδικό απόστημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.