περιπόθητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιπόθητος | η | περιπόθητη | το | περιπόθητο |
| γενική | του | περιπόθητου | της | περιπόθητης | του | περιπόθητου |
| αιτιατική | τον | περιπόθητο | την | περιπόθητη | το | περιπόθητο |
| κλητική | περιπόθητε | περιπόθητη | περιπόθητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιπόθητοι | οι | περιπόθητες | τα | περιπόθητα |
| γενική | των | περιπόθητων | των | περιπόθητων | των | περιπόθητων |
| αιτιατική | τους | περιπόθητους | τις | περιπόθητες | τα | περιπόθητα |
| κλητική | περιπόθητοι | περιπόθητες | περιπόθητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιπόθητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιπόθητος < περι- + ποθητός
Μεταφράσεις
περιπόθητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.