περιποιητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιποιητικότητα | οι | περιποιητικότητες |
| γενική | της | περιποιητικότητας | των | περιποιητικοτήτων |
| αιτιατική | την | περιποιητικότητα | τις | περιποιητικότητες |
| κλητική | περιποιητικότητα | περιποιητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιποιητικότητα < περιποιητικός + -ότητα
Μεταφράσεις
περιποιητικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.