περιμετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιμετρία οι περιμετρίες
      γενική της περιμετρίας των περιμετριών
    αιτιατική την περιμετρία τις περιμετρίες
     κλητική περιμετρία περιμετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιμετρία < περι- + -μετρία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική perimetry)

Ουσιαστικό

περιμετρία θηλυκό

  • perimetry στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.