περικυκλώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
περικυκλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περικυκλώνω
- θα περικυκλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περικυκλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
περικυκλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περικύκλωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.