περικυκλώσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

περικυκλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περικυκλώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περικυκλώνω
  3. θα περικυκλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περικυκλώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.