περιεχτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιεχτικός η περιεχτική το περιεχτικό
      γενική του περιεχτικού της περιεχτικής του περιεχτικού
    αιτιατική τον περιεχτικό την περιεχτική το περιεχτικό
     κλητική περιεχτικέ περιεχτική περιεχτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιεχτικοί οι περιεχτικές τα περιεχτικά
      γενική των περιεχτικών των περιεχτικών των περιεχτικών
    αιτιατική τους περιεχτικούς τις περιεχτικές τα περιεχτικά
     κλητική περιεχτικοί περιεχτικές περιεχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιεχτικός < περιεκτικός < ελληνιστική κοινή περιεκτικός < αρχαία ελληνική περιέχω

Επίθετο

περιεχτικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.