περεστρόικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περεστρόικα | οι | περεστρόικες |
| γενική | της | περεστρόικας | — | |
| αιτιατική | την | περεστρόικα | τις | περεστρόικες |
| κλητική | περεστρόικα | περεστρόικες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περεστρόικα < (άμεσο δάνειο) ρωσική перестройка < пере- + стройка (strójka, κατασκευή)
Ουσιαστικό
περεστρόικα θηλυκό
- η πολιτική μεταρρυθμίσεων του σοβιετικού καθεστώτος που εφάρμοσε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ κατά τη δεκαετία του 1980
- ※ Η αποτυχία της περεστρόικας σήμανε την κατάρρευση ολόκληρου του σοβιετικού οικοδομήματος. (εφ. Καθημερινή, 17.12.2010)
Μεταφράσεις
περεστρόικα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.