περεστρόικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περεστρόικα οι περεστρόικες
      γενική της περεστρόικας
    αιτιατική την περεστρόικα τις περεστρόικες
     κλητική περεστρόικα περεστρόικες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περεστρόικα < (άμεσο δάνειο) ρωσική перестройка < пере- + стройка (strójka, κατασκευή)

Ουσιαστικό

περεστρόικα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.