γκλάσνοστ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɡlas.nost/
Ουσιαστικό
γκλάσνοστ θηλυκό άκλιτο
- (παρωχημένο, πολιτική) η διαφάνεια (ιδίως αυτή στην πολιτική και την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, όπως -στα λόγια- είχε θέσει ως στόχο ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.