περδικίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περδικίσιος | η | περδικίσια | το | περδικίσιο |
| γενική | του | περδικίσιου | της | περδικίσιας | του | περδικίσιου |
| αιτιατική | τον | περδικίσιο | την | περδικίσια | το | περδικίσιο |
| κλητική | περδικίσιε | περδικίσια | περδικίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περδικίσιοι | οι | περδικίσιες | τα | περδικίσια |
| γενική | των | περδικίσιων | των | περδικίσιων | των | περδικίσιων |
| αιτιατική | τους | περδικίσιους | τις | περδικίσιες | τα | περδικίσια |
| κλητική | περδικίσιοι | περδικίσιες | περδικίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πέρδικα
Μεταφράσεις
περδικίσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.