περίσσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περίσσος | η | περίσσα | το | περίσσο |
| γενική | του | περίσσου | της | περίσσας | του | περίσσου |
| αιτιατική | τον | περίσσο | την | περίσσα | το | περίσσο |
| κλητική | περίσσε | περίσσα | περίσσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περίσσοι | οι | περίσσες | τα | περίσσα |
| γενική | των | περίσσων | των | περίσσων | των | περίσσων |
| αιτιατική | τους | περίσσους | τις | περίσσες | τα | περίσσα |
| κλητική | περίσσοι | περίσσες | περίσσα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περίσσος < αρχαία ελληνική περισσός
Μεταφράσεις
περίσσος
|
Πηγές
- περίσσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περίσσος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.