πενταπόσταγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πενταπόσταγμα τα πενταποστάγματα
      γενική του πενταποστάγματος των πενταποσταγμάτων
    αιτιατική το πενταπόσταγμα τα πενταποστάγματα
     κλητική πενταπόσταγμα πενταποστάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πενταπόσταγμα < πέντε + απόσταγμα

Ουσιαστικό

πενταπόσταγμα ουδέτερο

  1. η απόσταξη που γίνεται πέντε φορές
  2. (μεταφορικά) το καταστάλαγμα μιας σκέψης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.