πενικιλίνη

Νέα ελληνικά (el)

Αναπαράσταση του μορίου της πενικιλίνης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πενικιλίνη οι πενικιλίνες
      γενική της πενικιλίνης των πενικιλινών
    αιτιατική την πενικιλίνη τις πενικιλίνες
     κλητική πενικιλίνη πενικιλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πενικιλίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική pénicilline < νεολατινική penicillium < λατινική penicillum < peniculus < penis + -culus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pes

Ουσιαστικό

πενικιλίνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.