πενικίλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πενικίλιο τα πενικίλια
      γενική του πενικίλιου
& πενικιλίου
των πενικίλιων
& πενικιλίων
    αιτιατική το πενικίλιο τα πενικίλια
     κλητική πενικίλιο πενικίλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πενικίλιο < νεολατινική penicillium < λατινική penicillum < peniculus < penis + -culus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pes

Ουσιαστικό

πενικίλιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.