πελαγίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελαγίσιος η πελαγίσια το πελαγίσιο
      γενική του πελαγίσιου της πελαγίσιας του πελαγίσιου
    αιτιατική τον πελαγίσιο την πελαγίσια το πελαγίσιο
     κλητική πελαγίσιε πελαγίσια πελαγίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελαγίσιοι οι πελαγίσιες τα πελαγίσια
      γενική των πελαγίσιων των πελαγίσιων των πελαγίσιων
    αιτιατική τους πελαγίσιους τις πελαγίσιες τα πελαγίσια
     κλητική πελαγίσιοι πελαγίσιες πελαγίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πελαγίσιος < πέλαγος + -ίσιος

Επίθετο

πελαγίσιος

  1. του πελάγους, που έχει σχέση ή αναφέρεται στο πέλαγος
  2. που ζει σε πελάγη

Συνώνυμα

* πελάγιος
* πελαγινός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.